- αιόνημα
- αἰόνημα, το (Α) [αἰονῶ]κατάβρεγμα, μούσκεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰονήμασι — αἰόνημα fomentation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰονήματα — αἰόνημα fomentation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] … Dictionary of Greek